ξαπλωμένος

ξαπλωμένος
η , ο распростёртый; лежащий; лежачий;

είμαι ξαπλωμένος — лежать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξαπλωμένος" в других словарях:

  • ανακαθίζω — (Α ἀνακαθίζω) Ι. (μτβ.) 1. ανασηκώνω κάποιον που είναι ξαπλωμένος, ώστε να καθήσει με τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα 2. (για πρόσωπα και ζώα) ανατρέφω, εκτρέφω 3. ανασηκώνω τον σάκο που γεμίζω και τόν χτυπώ στο έδαφος, για να κατακαθίσει… …   Dictionary of Greek

  • εξαπλωτός — και ξαπλωτός, ή, ό (Μ ἐξαπλωτός και ξαπλωτός, ή, όν) [εξαπλώνω] 1. απλωμένος, ξαπλωμένος 2. (για νεκρούς) ξαπλωμένος στη γη, ριγμένος καταγής («κορμιά εθώριες ξαπλωτά», Τζάν. Κρητ. πόλ.) …   Dictionary of Greek

  • προκατάκειμαι — Α είμαι ξαπλωμένος μπροστά από κάποιον άλλο, όπως σε δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος»] …   Dictionary of Greek

  • χλούνης — ου, ὁ, Α 1. ως επίθ. α) (επικ. τ.) χαρακτηρισμός αγριόχοιρου («ἡ δὲ χολωσαμένη... ὦρσεν ἐπὶ χλούνην σῡν ἄγριον ἀργιόδοντα», Ομ. Ιλ.) β) αυτός που βγάζει αφρούς από το στόμα, ἀφριστής* γ) χλοεύνης* δ) ευνουχισμένος ε) ερημικός 2. ως ουσ. α)… …   Dictionary of Greek

  • ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… …   Dictionary of Greek

  • τρίκλινο — Αρχικά, το ρωμαϊκό τ. ήταν τραπέζι, που από τις 3 πλευρές του τοποθετούσαν ισάριθμα κρεβάτια (κλίνες) για τους καλεσμένους, οι οποίοι έτρωγαν ξαπλωμένοι, γερμένοι στην αριστερή πλευρά τους. Ο οικοδεσπότης ήταν ξαπλωμένος στην επάνω άκρη του… …   Dictionary of Greek

  • έκχυτος — η, ο (AM ἔκχυτος, ον) 1. ο χυμένος έξω, εκτεταμένος, ξαπλωμένος, πολύ απλωμένος, χυτός, διάχυτος 2. φρ. α. «έκχυτος κόμη» πολύ απλωμένα, ξεχυμένα μαλλιά β. «έκχυτος γέλως» υπερβολικό, διάχυτο, άμετρο γέλιο γ. γεωλ. «έκχυτα πετρώματα» κατηγορία… …   Dictionary of Greek

  • ακαρέκλιαστος — (για κληρικό) εκείνος που δεν θάβεται καθιστός σε καρέκλα, αλλά ξαπλωμένος σε φέρετρο, όπως οι λαϊκοί …   Dictionary of Greek

  • ανάγειρτος — η, ο και τός, ή, ό [αναγέρνω] 1. ο ξαπλωμένος ύπτια, αναποδογυρισμένος, ανάσκελος 2. αυτός που κλίνει, που γέρνει ελαφρά, επικλινής, γειρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγέρνω όπως και το ρημ. επίθ. γειρτός (αντί του εσφαλμ. γυρτός) τού γέρνω, παράγεται από …   Dictionary of Greek

  • ανάκλιτος — ἀνάκλιτος, ον (Α) [ἀνακλίνω] 1. ανακεκλιμένος, ξαπλωμένος 2. φρ. «ἀνάκλιτος θρόνος», το ανάκλιντρο* …   Dictionary of Greek

  • αναγέρνω — Ι. (μτβ.) 1. σηκώνω επάνω, ανυψώνω 2. ανασκάπτω 3. ανακατώνω, ερευνώ ΙΙ. (αμτβ.) 1. ανασηκώνομαι λίγο ενώ προηγουμένως ήμουν ξαπλωμένος 2. κλίνω ελαφρώς προς τα κάτω ή προς τα πίσω 3. ξαπλώνω πρόχειρα, κατακλίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀνεγείρω.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»